- προορατός
- προορ-ᾱτός, ή, όν,A to be foreseen,
ἀνθρωπίνῃ προνοίᾳ X.Cyr.1.6.23
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνθρωπίνῃ προνοίᾳ X.Cyr.1.6.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προορατός — ή, όν, Α [προορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προβλέψει … Dictionary of Greek
προορατά — προορατά̱ , προορατής masc nom/voc/acc dual προορατής masc voc sg προορατής masc nom sg (epic) προορᾱτά , προορατός to be foreseen neut nom/voc/acc pl προορᾱτά̱ , προορατός to be foreseen fem nom/voc/acc dual προορᾱτά̱ , προορατός to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)